Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

Τρόμος στην καρδιά της Ευρώπης

Το σταυροδρόμι της ισλαμικής τρομοκρατίας



Πώς το Μόλενμπεκ, η παραμελημένη φτωχογειτονιά της βελγικής πρωτεύουσας, σε απόσταση μόλις πέντε χιλιομέτρων μακριά από την έδρα της Κομισιόν, μετατράπηκε σε βάση στρατολόγησης της «Αλ Κάιντα» και του ISIS

«Κάτι τρέχει με το Μόλενμπεκ. Ολοι οι δρόμοι της ισλαμικής τρομοκρατίας οδηγούν εκεί. Μοιάζει ιδανική βάση διοικητικής μέριμνας για τους τζιχαντιστές». Οι πληροφορίες ότι αυτή η παραμελημένη φτωχογειτονιά των Βρυξελλών, μόλις πέντε χιλιόμετρα μακριά από την έδρα του Ευρωκοινοβουλίου στο κτιριακό σύμπλεγμα Espace Leopold, είχε μετατραπεί σε βάση στρατολόγησης της «Αλ Κάιντα» και του ISIS στην Ευρώπη δια­κινούνταν τα τελευταία χρόνια από τις μυστικές υπηρεσίες του Βελγίου. Παρά, όμως, τις υποψίες, οι επίσημες αρχές περίμεναν μέχρι να παγώσει το δάκρυ στο σκίτσο του Τεν Τεν ώστε να παραδεχτούν αμήχανα τη μοναδικά προνομιακή σύνδεση της περιοχής με την ευρωπαϊκή τζιχάντ. Από αυτή την πυκνοκατοικημένη συνοικία στις βορειοδυτικές παρυφές του κέντρου των κοσμοπολίτικων Βρυξελλών ξεκίνησαν πριν από τις 9 Σεπτεμβρίου οι εκτελεστές του αντι-Ταλιμπάν Αφγανού ηγέτη Αχμάντ Σαχ Μασούντ.

Εκεί ζούσε ο Γαλλοαλγερινός τζιχαντιστής Μεχντί Νεμούς, που πυροβόλησε και σκότωσε τέσσερις ανθρώπους στο Εβραϊκό Μουσείο στις Βρυξέλλες, τις παραμονές των βελγικών εκλογών τον Μάιο του 2014. Από εκεί προερχόταν ο μαροκινής καταγωγής Αγιούμπ Ελ Χαζάνι, που όπλισε το καλασνικόφ του στην τουαλέτα της υπερταχείας Thalys που έκανε το δρομολόγιο Αμστερνταμ - Παρίσι, προετοιμαζόμενος για επίθεση στους επιβάτες τον περασμένο Αύγουστο, πριν εξουδετερωθεί από Αμερικανούς πεζοναύτες που επέβαιναν στο τρένο. Σε αυτή τη προβληματική γειτονιά με την αυξημένη εγκληματικότητα σύχναζε ο Αμπντελχαμίντ Αμπααούντ, ο σκληρός Βελγομαροκινός μαχητής της τζιχάντ που θεωρείται ο «εγκέφαλος» των πρόσφατων αιματηρών επιθέσεων στο Παρίσι, αφού προηγουμένως πέρασε από κρησφύγετα σε Παγκράτι και Σεπόλια.

Στο ίδιο υποβαθμισμένο τοπίο κρυβόταν από σπίτι σε σπίτι, επί τέσσερις μήνες, ο ύποπτος-κλειδί για τη συμμετοχή του στη σφαγή της γαλλικής πρωτεύουσας Σαλάχ Αμπντεσλάμ, που συνελήφθη εκεί την περασμένη Παρασκευή.

Μετά το σοκαριστικό μακελειό με τα ακρωτηριασμένα αθώα θύματα στο αεροδρόμιο και το μετρό των Βρυξελλών, είναι πλέον κοινά αποδεκτό ότι το σταυροδρόμι της ισλαμικής τρομοκρατίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο βρίσκεται στην ντε φάκτο πρωτεύουσα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Συγκεκριμένα στις γειτονιές των μεταναστών στις Βρυξέλλες όπως το Μόλενμπεκ, το Σέρμπεεκ -εκεί ανακαλύφθηκαν βόμβες με καρφιά, εκρηκτικά με χημικές ουσίες και μια σημαία ISIS- και τη συνοικία Κουρεζέμ του Αντερλεχτ.

Περιοχές που από χρόνια η τοπική Αστυνομία είχε χαρακτηρίσει «no-go» για τους τουρίστες, κρύβοντας κάτω από το χαλί μιας επίπλαστης ασφάλειας το δικό της «do-nothing». Γεγονός που μαζί με τον φόβο και τη συνακόλουθη εσωστρέφεια μεγεθύνει πλέον τις ζοφερές προοπτικές για τους υπόλοιπους κατοίκους μιας πόλης ενός εκατομμυρίου ανθρώπων που, αν και δεν ήταν ποτέ αθώα, πλάσαρε ευρηματικά την εικόνα της απρόσκοπτης ευημερίας. Ειδικότερα, τώρα που μετράνε τις ανοιχτές ακόμη πληγές από τη θηριωδία που τους έπληξε με δράστες καμικάζι αυτοκτονίας, οι οποίοι μέχρι χθες συγκαταλέγονταν στους ανθρώπους της διπλανής πόρτας και του παραδίπλα σχολείου. Και οι οποίοι επιτέθηκαν δολοφονικά και αιματοκύλησαν αυτό που ήταν το σπίτι τους και η ανατροφή τους για όλη τους τη ζωή.

Δίπλα στο κανάλι, σε απόσταση αναπνοής από το κομψό κέντρο των Βρυξελλών με τις ντιζαϊνάτες μπουτίκ μόδας, τις σικ καφετέριες, τις ντελικάτες σοκολατερί, τα μποέμ μπαρ και τις καλαίσθητες αντικερί, βρίσκεται το δημοτικό διαμέρισμα του Μόλενμπεκ. Μια στενή ποταμίσια λωρίδα το χωρίζει από τη μοντέρνα γειτονιά Σεν Κατρίν, με την οποία δεν έχει μεγάλες αρχιτεκτονικές διαφορές. Παρότι, όμως, η απόσταση είναι όσο απέχει το κάτω χείλος από το σαγόνι σε ένα πρόσωπο, η τραχιά όψη του Μόλενμπεκ χαρακτηρίζεται από τη μακροχρόνια εγκατάλειψη μιας ποικιλίας μαραζωμένων και ξεθωριασμένων τούβλινων κτιρίων που κάποτε δονούνταν από τη βιομηχανική ενέργεια η οποία του είχε δώσει το προσωνύμιο «Μικρό Μάντσεστερ».

Σταδιακά, σε αυτή την εργατική γειτονιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο θρυλικός Φρανκ Φερκότερεν, ο διεθνής ποδοσφαιριστής της Αντερλεχτ με το παρατσούκλι «Μικρός Πρίγκιπας», εγκαταστάθηκαν μετανάστες κυρίως από το Μαγκρέμπ. Κάτι οι ενοχές του βελγικού αποικιοκρατικού παρελθόντος, κάτι οι ανάγκες για φτηνά, ανειδίκευτα χέρια στα τοπικά εργοστάσια ώθησαν τους νεοεγκατεστημένους να στήσουν εκεί τις δικές του φιλήσυχες κοινότητες. Ωστόσο, η βιομηχανική παρακμή, η συνακόλουθη καλπάζουσα ανεργία και η ραγδαία φτώχεια άφησαν βαθμιαία το στίγμα τους στο αστικό τοπίο και σημάδεψαν τη ζωή της κοινότητας οδηγώντας σε αύξηση των ποσοστών εγκληματικότητας, διευρυμένες διακρίσεις και πολιτιστική μισαλλοδοξία, αν όχι σε εξοστρακισμό.

Μέχρι πρόσφατα στη γειτονιά που δεν είχε καμία σχέση με τα τεράστια μπετονένια «κουτιά» των μπανλιέ των παρισινών προαστίων, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι συμβίωναν με τους ντόπιους ειρηνικά. Ούτε φαντάζονταν τότε ότι κινδύνευαν να πυρποληθούν ανάμεσα σε δυο πυρκαγιές, η μια αναμμένη από τους ρατσιστές και η άλλη από τους ισλαμιστές εξτρεμιστές. Οι άντρες σύχναζαν, άλλοτε, στα γωνιακά καφέ-τεϊοπωλεία κουβεντιάζοντας πάνω από τα ψηλόλιγνα φλιτζανάκια του τσαγιού με γεύση μέντας και γαρνιτούρα δύο κλωναράκια δυόσμο. Οι γυναίκες περιφέρονταν με τις φωτεινά χρωματιστές, αμάνικες μακριές ρόμπες τζελάμπα για να ψωνίσουν μπαχαρικά και γλυκά αρωματισμένα με σαφράν και άνθη πορτοκαλιάς στην κυριακάτικη πολυσύχναστη υπαίθρια αγορά τροφίμων της Πλας Κομουνάλ.



Κουσκούς εναντίον βάφλας
Τα σαλαφιστικά μακριά μούσια για τους άνδρες και τα καλυμμένα κεφάλια με νικάμπ για τις γυναίκες ξεφύτρωσαν μαζικά με την αυγή της νέας χιλιετίας. Ταυτόχρονα πύκνωσαν οι υπαίθριες μουσουλμανικές προσευχές στα πεζοδρόμια των στραμμένων προς τη Μέκκα πιστών.
Ηδη με ποσοστό μουσουλμάνων κατοίκων τουρκικής και μαροκινής καταγωγής, στην πλειονότητά τους δεύτερης και τρίτης γενιάς, να αγγίζει το 50% του συνολικού πληθυσμού, το Μόλενμπεκ αποκαλούνταν πλέον «Μολενμπεκιστάν» και το γειτονικό Σέρμπεεκ -γενέτειρα του βάρδου Ζακ Μπρελ- λεγόταν «Μικρή Ανατολή». Γειτονιές που πλημμύριζαν με νέους περιορισμένων εκπαιδευτικών και οικονομικών ευκαι­ριών, καθώς και διακρίσεων στην απασχόληση, με αποτέλεσμα να ωθούνται στην παραβατικότητα σε τέτοιον βαθμό ώστε τα εγχώρια ΜΜΕ να τις δυσφημούν πλέον ως το «Σικάγο του ποταμού Σεν» όταν άλλοτε εκθείαζαν τις ίδιες περιοχές ως απόδειξη της πολυπολιτισμικής ζωντάνιας της περιφέρειας.

Η μετάλλαξη, ωστόσο, των συγκεκριμένων περιοχών δεν οφειλόταν μόνο στην έκρηξη της εγκληματικότητας. Ούτε φυσικά στην ανάδυση των εθνοτικών χαρακτηριστικών των μεταναστών οι οποίοι προτιμούσαν να τρώνε κουσκούς αντί για αχνιστά μύδια με τηγανητές πατάτες, που συνιστά άτυπα το εθνικό πιάτο του Βελγίου, και για επιδόρπιο να διαλέγουν στεγνό σιμιγδαλένιο χαλβά αντί της διάσημης τοπικής σοροπιαστής βάφλας. Επί της ουσίας, η φτωχογειτονιά του Μόλενμπεκ μετατρεπόταν σε μια Κάσμπα στην καρδιά της Ευρώπης, όπου μόνο οι πινακίδες στους δρόμους αποκάλυπταν στους ανυποψίαστους ότι διέσχιζαν μια περιοχή δυο βήματα από το κέντρο των Βρυξελλών. Πού αλλού, άλλωστε, στην ευρωπαϊκή επικράτεια μια συνοικία περίπου 100.000 κατοίκων έχει μόνο πέντε εκκλησίες -ανάμεσά τους και τον εμβληματικό σε ρυθμό αρ ντεκό καθεδρικό του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή-, ενώ διαθέτει 22 τζαμιά;

Η αλήθεια είναι ότι στην πλειονότητά τους τα τζαμιά λειτουργούν κατ’ οίκον και δεν είναι ορατά στο ανειδίκευτο μάτι. Παρ’ όλα αυτά μερικά είναι εμφανέστατα, όπως το κεντρικό τέμενος Αλ Χαλίλ ανάμεσα στην οδό Delaunoy και την οδό Independance, διαγωνίως του χασάπικου του Φουαάντ και του χαλάλ σαντουιτσάδικου «Miam-Miam», παραπλεύρως του συνεργείου αυτοκινήτων του Γιουσούφ, του βουλκανιζατέρ του Μουσταφά, του φούρνου του Χαμίντ, του μπαρμπέρικου του Μοχάμεντ. Τέτοιος επιχειρηματικός συνωστισμός δεν παρατηρείται ούτε στο σουκ του Ραμπάτ. Αλλά για τους ειρηνικούς μουσουλμάνους εμπόρους και τεχνίτες ουδέποτε δημιουργήθηκε πρόβλημα με τους ντόπιους χριστιανούς, ειδικότερα όταν οι ιμάμηδές τους καταδίκαζαν τακτικά τις τρομοκρατικές επιθέσεις.

Το σκηνικό άρχιζε να αλλάζει όταν ο θρησκευτικός φανατισμός επισκέφθηκε την περιοχή και μάλλον βρήκε γόνιμο έδαφος για να ριζώσει. Ενας Γάλλος με καταγωγή από τη Συρία, ονόματι Αγιασί Μπασέ, ίδρυσε το 1997 στο Μόλενμπεκ το Ισλαμικό Κέντρο του Βελγίου, κάτι ανάμεσα σε οικογενειακή επιχείρηση και ιδιόκτητο τζαμί, το οποίο εξελίχθηκε, σύμφωνα με την Αστυνομία, σε ορμητήριο του φανατικού εξτρεμισμού στο Βέλγιο. Εκεί επιδόθηκε στην «πουριτανική ερμηνεία του Ισλάμ» και την αυστηρή θρησκευτική κατήχηση στους προσήλυτους, η οποία ενθάρρυνε την πολυγαμία, ενίσχυε την απαίτηση για χορήγηση αργιών με βάση τις θρησκευτικές τους γιορτές, διεκδικούσε τη διατροφή με χαλάλ των μαθητών στα σχολεία, επέβαλλε στις μουσουλμάνες να φορούν μαντίλες για λόγους ταυτότητας, επιδίωκε την απαγόρευση πώλησης οινοπνευματωδών και χοιρινού στα σούπερ μάρκετ και επιχειρούσε να δημιουργήσει δικαστήρια της Σαρίας, όπου θα έλεγχε αν ο κώδικας διαβίωσης των πιστών ήταν εναρμονισμένος ή όχι από το Κοράνι.

Τα αποτελέσματα φάνηκαν γρήγορα στην τοπική εμπορική πιάτσα. Τουλάχιστον ένα παραδοσιακό βελγικό σούπερ μάρκετ αρχικά σταμάτησε να πουλάει αλκοόλ, μετά κατέβασε ρολά και αργότερα μετατράπηκε σε ισλαμικό βιβλιοπωλείο. Οι Εβραίοι ιδιοκτήτες κάποιων καταστημάτων λιανικής έβαλαν λουκέτο το 2008 απηυδισμένοι από τις συνεχείς εξτρεμιστικές ενοχλήσεις των θερμόαιμων νεαρών μουσουλμάνων. Μια μεγάλη πολυεθνική διαφημιστική εταιρεία έκλεισε τα γραφεία της στην περιοχή αντιδρώντας στο ογκούμενο μείγμα παραβατικότητας και μηδενιστικής νεολαιίστικης οργής κατά των δυτικών αξιών.



Η χαμένη γενιά του Μαγκρέμπ
Οι τοπικές αρχές ξεκίνησαν τότε προσπάθειες για τη βελτίωση της περιοχής που έρρεπε σε κάτι περίπου δυστοπικό ανάμεσα στην ερείπωση βορειοαμερικανικής γκανγκστερογειτονιάς και κακόφημου γκέτο νοτιοαμερικανικής παραγκούπολης. Υπηρεσίες για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού δημιουργήθηκαν, χρηματοδοτήσεις απελευθερώθηκαν υπέρ του πολιτισμού και του αθλητισμού χαρίζοντας στη γειτονιά μια επιβλητική ποδοσφαιρική ακαδημία για τους νέους. Αποθήκες και εργοστάσια μετατράπηκαν σε φανταχτερά διαμερίσματα, στούντιο καλλιτεχνών και χώρους γραφείων για την προσέλκυση νέων κατοίκων και επιχειρήσεων στην περιοχή. Ωστόσο, οι ληστείες και οι βανδαλισμοί δεν σταμάτησαν κάνοντας τις βελτιωτικές προσπάθειες να πάνε στράφι.

Προφανώς και δεν ήταν όλοι οι ριζοσπαστικοποιημένοι νέοι της περιοχής κακοποιοί και διακινητές ναρκωτικών ή, στη χειρότερη, φανατικοί θρησκόληπτοι που θα ζώνονταν αυτοκτονικά τα εκρηκτικά για να μακελέψουν αδιακρίτως τους συμπατριώτες τους. Ωστόσο, οι ευκαιρίες προκοπής δεν προσφέρονταν σε όλους. Ενας ήταν ο μαροκινής καταγωγής διεθνής ποδοσφαιριστής με το Βέλγιο Μαρουάν Φελαϊνί που αγωνίζεται στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ωστόσο ο διχασμός της προοπτικής ανάμεσα στην εγκληματική παράνοια και την ήπια ενσωμάτωση διαίρεσε αρκετές οικογένειες της λεγόμενης χαμένης γενιάς του Μαγκρέμπ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μουράντ Λαχράουι, μικρότερος αδελφός του στυγερού τζιχαντιστή τρομοκράτη Νατζίμ Λαχράουι, συνυπεύθυνου για το λουτρό αίματος της τρομοκρατικής επίθεσης στις Βρυξέλλες, χαρίζει διεθνή μετάλλια στο Βέλγιο με τις επιδόσεις του στο Τάε Κβον Ντο.

Την ίδια ώρα που πολλοί καταζητούμενοι μετανάστες από τη Γαλλία κατέφθαναν κρυφά στη βορειοαφρικανική κοινότητα του Μόλενμπεκ, παίρνοντας εύκολα κάρτα ταυτότητας, δεδομένου ότι οι γαλλικές υπηρεσίες πληροφοριών διατηρούν επί 60 χρόνια «καταλόγους εδαφικής επιτήρησης», ο σοσιαλιστής πρώην δήμαρχος Φιλίπ Μουρό έκανε τα στραβά μάτια. Διοικώντας το δημοτικό διαμέρισμα από το 1992 έως το 2012 ως ιδιωτικό φέουδο, τελειοποίησε την κουλτούρα της υποτιθέμενης ανεκτικότητας. Αρνούνταν κατηγορηματικά να παραδεχτεί ότι διαχειριζόταν έναν ιδιαίτερο «εθνοτικό και θρησκευτικό θύλακα σε μια τοπικιστική, κλειστή κοινότητα», για να μην κατηγορηθεί για ξενοφοβία ή ρατσισμό. Ανεμίζοντας υποκριτικά, χάριν ψηφοθηρικής δημοτικότητας, το φλάμπουρο της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, περιφρόνησε κάθε έννοια επιβολής της εθνικής έννομης τάξης.

Κάπως έτσι, υποτιμώντας την ανάπτυξη των βίαιων τάσεων στο ριζοσπαστικοποιημένο Ισλάμ και θεωρώντας ότι η απειλή προερχόταν μόνο από την προπαγάνδα της Ακροδεξιάς, ο πατερναλιστής δήμαρχος με μια χαλαρή πολιτική υποτιθέμενης πρόληψης απάλλαξε ως απλό θύμα του κοινωνικού και οικονομικού αποκλεισμού κάθε εξαγριωμένη συμμορία με ροπή προς την τρομοκρατία. Και μοίρασε ανεύθυνα μαζί με την άτολμη Αστυνομία συγχωροχάρτια άφεσης ευθυνών στους φανατικότερους οπαδούς των κηρυγμάτων μίσους του Χαλιφάτου περιθωριοποιώντας τους ξεριζωμένους εδώ και δεκαετίες από τις πατρογονικές τους ρίζες πιο φιλήσυχους μουσουλμάνους σε μια περιοχή όπου η ατμόσφαιρα είχε πάψει προ πολλού να ευωδιάζει μπαχαρικά. Μύριζε απλώς αποπνικτικά θανατηφόρο μπαρούτι, του οποίου τον τραγικό λογαριασμό πλήρωσαν όλοι. Ανεξαρτήτως δόγματος και θρησκείας.

Ησχεδόν ανεξήγητη αλήθεια είναι ότι το Βέλγιο είναι μια χώρα που έχει έξι κυβερνήσεις, πέντε κοινοβούλια αντιπροσώπων, εξαιρουμένου του Ευρωκοινοβουλίου, ενώ οι Βρυξέλλες είναι μια πόλη με 19 δημάρχους, ισάριθμα δημοτικά συμβούλια και 9 ανεξάρτητες αστυνομικές ζώνες που υπάγονται στους δημάρχους.

Παράλληλα, οι υπηρεσίες εθνικής ασφαλείας εκτιμάται ότι είναι κατακερματισμένες και έχουν την τάση να ανταγωνίζονται η μία την άλλη υπακούοντας στην εθνική, ιστορική και γλωσσική ρωγμή που διαιρεί τη χώρα μεταξύ δυο ουσιαστικά αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων: της ολλανδόφωνης Φλάνδρας στον Βορρά και της γαλλόφωνης Βαλονίας στον Νότο. Η έλλειψη μιας ισχυρής κεντρικής αρχής μπορεί να μοιάζει χαριτωμένη ιδιορρυθμία για μια γοητευτικά δυσλειτουργική χώρα, αλλά στο εθνικό έδαφος του βασιλείου όπου φιλοξενείται η έδρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης φαντάζει απερίγραπτη κακοτεχνία. Επιπλέον, ο πολιτικός διάλογος στη χώρα κυριαρχείται από μια αυτάρεσκη προοδευτική ελίτ που πιστεύει ακράδαντα ότι η κοινωνία μπορεί να σχεδιαστεί και να προγραμματιστεί. Γεγονός που έχει θέσει το βελγικό κράτος στον ρόλο του ήπιου παρατηρητή των ραγδαίων κοινωνικών εξελίξεων.

Αν εξαιρέσει κανείς τα συμβολικού χαρακτήρα νομοθετήματα, όπως ο νόμος του 2011 για την απαγόρευση της μπούρκας με την επιβολή προστίμου 137,20 ευρώ ακριβώς σε όποιον εμφανίζεται με αυτή σε δημόσιους χώρους ή την απαγόρευση της εξτρεμιστικής σαλαφιστικής οργάνωσης Sharia4Belgium, το 2012, η βελγική κυβέρνηση μοιάζει να αντιμετωπίζει τα φαινόμενα ισλαμιστικής βίας σαν παροδικό σύμπτωμα. Μέχρι τότε, με πρόσχημα ότι η ελευθερία του λόγου είναι ένα δικαίωμα που απολαμβάνει κάθε Βέλγος πολίτης, οι δυνάμεις καταστολής δεν τολμούσαν καν να παρέμβουν για να αποτρέψουν τους ισλαμιστές κήρυκες του αβυσσαλέου μίσους από τη διάδοση της παράφορα αντιδημοκρατικής και επί της ουσίας απάνθρωπης προπαγάνδας τους.



Πολιτική ορθότητα και πολιτικό κόστος
Στη μέγγενη μεταξύ πολιτικής ορθότητας και πολιτικού κόστους το βελγικό κράτος αποδείχθηκε δραματικά αναποτελεσματικό και τραγικά καθυστερημένο, υπηρετώντας με ζέση τη λογική της ισορροπίας αντίρροπων δυνάμεων. Επρεπε να μεσολαβήσουν πριν από τρία χρόνια ταραχές, συγκρούσεις, λιθοβολισμοί και μαχαιρώματα κατά των οργάνων της τάξης, επειδή αυτά επιχείρησαν να ελέγξουν την ταυτότητα μιας κοπέλας που φορούσε μαντίλα στο Μόλενμπεκ, για να αποφασίσει η κυβέρνηση να εξαγγείλει -όχι να εφαρμόσει- ισχυρότερη επιβολή του νόμου στις γειτονιές των μεταναστών και διάθεση περισσότερων πόρων για τις υποχρηματοδοτημένες μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών. Επρεπε, ακόμη, να συγκλονιστεί ο πλανήτης από τη βάρβαρη αιματοχυσία στο Παρίσι μέχρι να «διατυπωθούν» πιλοτικές προτάσεις που προέβλεπαν, αλλά όχι υλοποιούσαν, τη σύλληψη υπόπτων και την αύξηση της προσωρινής κράτησης από 24 στις 72 ώρες, καθώς και την παροχή μεγαλύτερου δικαιώματος στους εισαγγελείς να αξιοποιήσουν την παρακολούθηση τηλεφωνικών κλήσεων και ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

Σαφώς και η ανεκτικότητα και το προηγμένο δικαιικό σύστημα που στηρίζονται στις ακλόνητες δυτικές αξίες και αφορούν την αρμονική συμβίωση της κοινωνίας δεν θα αποπροσανατολίζονταν από τη μια στιγμή στην άλλη προς μια μισαλλόδοξη κατεύθυνση. Στην πατρίδα του Ηρακλή Πουαρό ήταν μάλλον κοινό μυστικό παρά αίνιγμα προς διερεύνηση ότι σε μια χώρα 11 εκατομμυρίων κατοίκων, από τη μουσουλμανική κοινότητα του σχεδόν μισού εκατομμυρίου ανθρώπων, υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 350 φανατικοί -εκ των οποίων πάνω από 80 έχουν σκοτωθεί σε μάχες στη Συρία- στρατεύτηκαν στις πολεμικές επιχειρήσεις του ISIS και άλλων φονταμενταλιστικών ένοπλων ομάδων. Εστω και αν ως αριθμός αποτελούν ένα μικροσκοπικό κλάσμα των μουσουλμάνων της χώρας, ως ποσοστό αντιπροσωπεύουν τη μεγαλύτερη κατά κεφαλήν αναλογία από οποιοδήποτε άλλο κράτος στην Ευρώπη.

Ακόμη χειρότερα, όμως, από τους επιζώντες των μαχών του Χαλιφάτου εκτιμάται ότι περίπου 120 εμπειροπόλεμοι και εκπαιδευμένοι στον ανορθόδοξο πόλεμο άνδρες και γυναίκες, με προϋπηρεσία δημίου και μόνιμο αυτοκτονικό ιδεασμό χάριν του «ιερού» σκοπού τους, έχουν επιστρέψει από τη ρημαγμένη Συρία. Η πλειονότητά τους θεωρείται ότι έχει βρει καταφύγιο στις Βρυξέλλες, περιβαλλόμενη οργανωμένα από την απλή θρησκευτική αλληλεγγύη των ομόθρησκων ντόπιων. Στη χειρότερη περίπτωση προστατεύεται από μια εξτρεμιστική μερίδα της μουσουλμανικής κοινότητας με την οποία μοιράζεται από κοινού την αίσθηση εκδικητικής πραγμάτωσης του παγκόσμιου πεπρωμένου του ISIS κατά της Δύσης, πράγμα που, αν ισχύει και με τον τρόπο που το καταπίνει η βελγική κυβέρνηση, πυροδοτεί περαιτέρω απειλητικά την καχυποψία και εκτινάσσει στα όρια του πανικού την ανασφάλεια των κατοίκων των Βρυξελλών.



Οι μποέμ του αστικού ιστού
Στην πραγματικότητα, όμως, και οι Βρυξέλλες έχουν σταδιακά μετατραπεί σε μια πόλη ξένων. Οι πιο δραματικές αλλαγές στη σύνθεσή της ξεκίνησαν πριν πολλά χρόνια, όταν εισέβαλαν σε αυτή χιλιάδες νέοι εργαζόμενοι από όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης για να στελεχώσουν τις αχανώς υπερμεγέθεις υπηρεσίες της. Βαθμιαία δημιουργήθηκε μια νέα κοινωνική τάξη ευρωκρατών, αλλά επί της ουσίας υψηλόμισθων ξένων υπαλλήλων που είχαν ανάγκη στέγασης σε μια πρωτεύουσα που έτσι κι αλλιώς φιλοξενεί ούτε λίγο ούτε πολύ 147 διαφορετικές εθνότητες από όλο τον κόσμο. Εξαιτίας της ζήτησης οι τιμές των ακινήτων αλλά και των ενοικίων ανέβηκε ενώ ακολούθησαν και εκείνες των προϊόντων καθημερινής χρήσης.

Αναπόφευκτα, οι προνοητικότεροι παραδοσιακοί, γνήσιοι αλλά και ηλικιωμένοι κάτοικοι νοίκιασαν τα διαμερίσματά τους και μετακόμισαν σε πιο ειδυλλιακές περιοχές της κοντινής βελγικής υπαίθρου. Στη θέση τους ήρθαν να τους αντικαταστήσουν στη ζωή της πόλης οι ντόπιοι και ξένοι εκπρόσωποι των λεγόμενων bourgeois-bohemian, οι μποέμ τους αστικού ιστού ή αλλιώς «Μπόμπος», που κυριαρχούν με την ενέργειά τους στην ατμόσφαιρα του κέντρου. Μορφωμένοι, τριανταρο-σαραντάρηδες, με τις πιστωτικές τους και καλοαμειβόμενοι, συγκροτούν την καινούρια ελίτ της εποχής της τεχνολογίας και της πληροφορίας, ζώντας στο φαινομενικό μεταίχμιο της άνεσης, της αφθονίας και της χαλαρής ευαισθησίας, της εταιρικής επιτυχίας και της δημιουργικής αναστάτωσης.

Προφανώς σφυρηλατημένοι στα νέα κοινωνικά ήθη που αψηφούν ως παρωχημένα τόσο την ορμητική αντικουλτούρα των 60ς όσο και τον γιάπικο επιχειρηματική υλισμό των 80ς, είναι χαλαροί, πολιτικά στρογγυλοποιημένοι, με μηδαμινές αντιστάσεις και φουλ ανεκτικοί. Δεν είναι, πάντως, αδιάφοροι για τους μετανάστες, αλλά δεν θρηνούν κιόλας. Βλέπουν με συμπάθεια τη μετανάστρια που φοράει μαντίλα και παρενοχλήθηκε για την ενδυμασία της από την Αστυνομία με την ίδια ευαισθησία που αντιμετωπίζουν τη μουσουλμάνα αστυνομικό που μαχαιρώθηκε από τους ομοϊδεάτες της πρώτης για λόγους τιμής. Και φυσικά αποκρούουν ακόμη και ως υπόνοια τις εκκλήσεις της μισαλλόδοξης ντόπιας Ακροδεξιάς να στερηθούν οι ύποπτοι για ισλαμικό εξτρεμισμό τη βελγική ιθαγένειά τους και να απελαθούν. Εξάλλου, στις γειτονιές τους, στην κομψή Σαμπλόν, στην τρέντι Σατλέν των στυλάτων Ιξελ, στο ελκυστικό Βολιβιέ με τις εντυπωσιακές πρεσβείες, στην καταπράσινη Ικλ και το δασώδες Κρένεν των Βρυξελλών δεν συνωστίζονται δα και Τσετσένες μαυροφόρες. Εκεί ζουν μόνον όσοι μουσουλμάνοι μετανάστες έπιασαν την καλή και συμπεριφέρονται με πιο αφρώδη διάθεση από την παραδοσιακή βέλγικη μπίρα.

Λογικά, έτσι παραμένουν επιδεικτικά αμέριμνοι ότι ενδεχομένως προκαλούν τον φθόνο των -δυο βήματα παραπέρα- παραγκωνισμένων, άνεργων και φτωχών μεταναστών που υποκύπτουν πρόθυμα στη δογματική ισλαμιστική κατήχηση η οποία δαιμονοποιεί τους σχετικά προνομιούχους ως απίστους και ως υποδειγματικούς εκπροσώπους του δυτικού εκφυλισμού. Αγνοώντας, πιθανόν, ότι οι δοκιμασίες είναι μπροστά τους και οι ίδιοι ενδεχόμενα θύματα ενός σαμποτάζ σε πυρηνικό εργοστάσιο. Την ίδια στιγμή που το AL JAZEERA θα μεταδίδει αλαλαγμούς ένοπλων αναρτών από κάποια ανώνυμη μεσανατολική ερημιά που θα πανηγυρίζουν ότι οι Βρυξέλλες έπεσαν. Και μαζί τους να συμπαρασύρουν όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση. Πράγμα, άλλωστε, που μπορεί να κάνει και μόνη της με την πολιτική της χωρίς να καταφεύγει σε καταστροφικά πένθιμα σενάρια άλλων.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου